- λαρίμορφα
- (lariformes). Τάξη στεγανοπόδων πτηνών που αριθμεί περίπου 120 είδη. Ζουν σχεδόν σε όλα τα μέρη του κόσμου, κοντά σε νερά. Τρώνε ψάρια και άλλα θαλάσσια ζώα, αλλά και πτώματα. Τα μικρά τους μένουν στη φωλιά ωσότου να δυναμώσουν και τρέφονται για πολύ καιρό από τους γονείς τους με μπουκιές από μισοχωνεμένα ψάρια. Η σπουδαιότερη οικογένεια των λ. είναι εκείνη των λαριδών, με αντιπροσωπευτικότερο είδος της τον γλάρο (βλ. λ.).
Dictionary of Greek. 2013.